Schärfe <-, -n> [ˈʃɛrfə] SUBST θηλ
1. Schärfe (von Messer, Kante):
-
- αιχμηρότητα θηλ
2. Schärfe (von Speise):
-
- καυστικότητα θηλ
3. Schärfe (von Blick):
-
- αυστηρότητα θηλ
4. Schärfe (Foto):
-
- καθαρότητα θηλ
scharf <schärfer, schärfste> [ʃarf] ΕΠΊΘ
3. scharf (Kälte, Wind):
10. scharf (Munition):
13. scharf (Maßnahmen):
15. scharf (scharf gebacken):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.