Kram <-(e)s> [kraːm] SUBST αρσ ενικ οικ
1. Kram (Sachen, Zeug):
Tram <-s, -s> [tram] SUBST θηλ ιδιωμ CH
Tram s. Straßenbahn
Straßenbahn <-, -en> SUBST θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.