- Innerste(s)
- βάθος ουδ
- im Innersten der Erde
- στα έγκατα της γης
- Innerste(s)
- μύχια ουδ πλ της ψυχής
- er war bis ins Innerste getroffen
- πληγώθηκε κατάκαρδα
- etw αιτ im Innersten glauben
- πιστεύω κάτι ενδομύχως
- innerste(r, s)
- εσώτατος
- innerste(r, s)
- μύχιος
- ihre innersten Gefühle/Gedanken
- τα μύχια αισθήματά της/οι μύχιες σκέψεις της
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.