rang [raŋ]
rang απλ παρελθ von ringen
ringen <ringt, rang, gerungen> [ˈrɪŋən] VERB αμετάβ
1. ringen ΑΘΛ (sich bemühen):
Rang <-(e)s, Ränge> [raŋ, pl: ˈrɛŋə] SUBST αρσ
1. Rang (Stellung) ΣΤΡΑΤ:
2. Rang nur ενικ μτφ (Bedeutung):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.