Rücksicht <-, -en> SUBST θηλ
1. Rücksicht (Betracht):
2. Rücksicht (Taktgefühl):
- Rücksicht
- διακριτικότητα θηλ
- Rücksicht
- τακτ ουδ
3. Rücksicht nur πλ (Gründe):
- Rücksicht
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.