Kündigung <-, -en> SUBST θηλ
1. Kündigung (seitens des Arbeitgebers):
- Kündigung
- απόλυση θηλ
- Kündigung
- καταγγελία θηλ
- betriebsbedingte Kündigung
-
- fristlose Kündigung
-
- verhaltensbedingte Kündigung
-
2. Kündigung (seitens des Arbeitnehmers):
3. Kündigung ΝΟΜ (von Vertrag):
4. Kündigung (von Abonnement):
- Kündigung
- ακύρωση θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.