I. wachstumshemmend ΟΙΚΟΝ ΕΠΊΘ
- wachstumshemmend
-
- wachstumshemmend Politik, Maßnahme
-
II. wachstumshemmend ΟΙΚΟΝ ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.