I. unsittlich ΕΠΊΘ
1. unsittlich (unmoralisch):
2. unsittlich (unzüchtig):
- unsittlich Berührung, Handlungen
-
II. unsittlich ΕΠΊΡΡ
1. unsittlich:
- unsittlich sich benehmen
-
2. unsittlich (unzüchtig):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.