II. unbeschadet ΕΠΊΡΡ
- etw unbeschadet überstehen Person:
-
- etw unbeschadet überstehen Möbel, Porzellan, Gläser:
-
unbeschadet ΕΠΊΘ
- unbeschadet
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.