I. schrecklich ΕΠΊΘ
1. schrecklich:
2. schrecklich μειωτ οικ (schlimm):
- schrecklich Mensch
-
II. schrecklich ΕΠΊΡΡ
1. schrecklich (furchtbar):
2. schrecklich οικ (sehr):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.