I. pflanzlich ΕΠΊΘ προσδιορ
1. pflanzlich (aus Pflanzen gewonnen):
2. pflanzlich (vegetarisch):
- pflanzlich Nahrung
-
II. pflanzlich ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.