- végétal
- Pflanze θηλ
- végétal(e) biologie, cellules, vie
-
- végétal(e) règne, fibres
-
- végétal(e) alimentation, produit, crin
-
- végétal(e) huile, graisse
-
- végétal(e) décor, ornementation, motif
-
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.