I. maschinell [maʃiˈnɛl] ΕΠΊΘ
1. maschinell:
- maschinell
-
2. maschinell Η/Υ:
II. maschinell [maʃiˈnɛl] ΕΠΊΡΡ
1. maschinell:
- maschinell
-
2. maschinell Η/Υ:
- einen geschriebenen/gesprochenen Text maschinell verarbeiten
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.