I. mörderisch ΕΠΊΘ
1. mörderisch οικ (schrecklich):
-
- atroce οικ
2. mörderisch οικ (gewaltig):
- mörderisch Hunger
-
- mörderisch Tempo
-
3. mörderisch (Morde begehend):
II. mörderisch ΕΠΊΡΡ οικ
- mörderisch heiß, kalt
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.