atroce [atʀɔs] ΕΠΊΘ
1. atroce (horrible):
2. atroce οικ (affreux):
- atroce musique, film, vêtement
-
- atroce temps, repas, boisson
-
- atroce personne
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.