atrocement [atʀɔsmɑ͂] ΕΠΊΡΡ
1. atrocement (horriblement):
- atrocement faire mal, souffrir
-
- atrocement faire mal, souffrir
-
2. atrocement οικ (affreusement):
- atrocement
-
- atrocement
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.