I. kurzfristig ΕΠΊΘ
II. kurzfristig ΕΠΊΡΡ
1. kurzfristig:
2. kurzfristig (für kurze Zeit):
- kurzfristig unterbrechen
-
- kurzfristig gelten
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.