I. kriegerisch ΕΠΊΘ
1. kriegerisch (kämpferisch):
- kriegerisch Volk
-
- kriegerisch Einstellung, Haltung
-
2. kriegerisch (militärisch):
II. kriegerisch ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.