I. guerrier (-ière) [gɛʀje, -jɛʀ] ΕΠΊΘ
1. guerrier τυπικ:
- chant guerrier
- Kriegslied ουδ
2. guerrier (belliqueux):
- guerrier (-ière) air, humeur, nation
-
II. guerrier (-ière) [gɛʀje, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ
- guerrier (-ière)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- chant guerrier
- Kriegslied ουδ