I. himmlisch [ˈhɪmlɪʃ] ΕΠΊΘ
II. himmlisch [ˈhɪmlɪʃ] ΕΠΊΡΡ
- himmlisch
-
- himmlisch schön, warm
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.