divin(e) [divɛ͂, in] ΕΠΊΘ
1. divin ΘΡΗΣΚ:
- divin(e)
-
2. divin (exceptionnel):
- divin(e) beauté
-
- divin(e) plat
-
- divin(e) musique
-
- divin(e) femme
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.