I. gründlich [ˈgrʏntlɪç] ΕΠΊΘ
II. gründlich [ˈgrʏntlɪç] ΕΠΊΡΡ
1. gründlich:
- gründlich arbeiten, recherchieren
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.