drinnen ΕΠΊΡΡ
1. drinnen (im Haus, im Innern):
- drinnen
-
- von drinnen
-
2. drinnen (ins Haus, ins Innere):
- drinnen
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.