I. bombensicher1 ΕΠΊΘ
- bombensicher Bunker
-
II. bombensicher1 ΕΠΊΡΡ
- bombensicher lagern, unterbringen
-
I. bombensicher2 οικ ΕΠΊΘ
II. bombensicher2 οικ ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.