I. natürlich [naˈtyːɐlɪç] ΕΠΊΘ
2. natürlich (nicht künstlich):
3. natürlich (original):
II. natürlich [naˈtyːɐlɪç] ΕΠΊΡΡ (selbstverständlich)
- natürlich
-
- aber natürlich!
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.