Mitarbeiter(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Mitarbeiter (Beschäftigter):
- Mitarbeiter(in)
-
2. Mitarbeiter (Honorarkraft):
3. Mitarbeiter ΙΣΤΟΡΊΑ:
Mitarbeiter αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.