Kommissar(in) <-s, -e> [kɔmɪˈsaːɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ), Kommissär (in) [kɔmɪˈsɛːɐ] <-s, -e> ΟΥΣ αρσ(θηλ) A, CH
- Kommissar(in)
- commissaire αρσ
EU-Kommissar(in) [eːˈʔuː-] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.