I. komfortabel [kɔmfɔrˈtaːbəl] ΕΠΊΘ
II. komfortabel [kɔmfɔrˈtaːbəl] ΕΠΊΡΡ
Vorstufe ΟΥΣ θηλ
Honorarstufe ΟΥΣ θηλ
Komfortzimmer ΟΥΣ ουδ
Einkommensstufe ΟΥΣ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.