Empfindlichkeit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Empfindlichkeit (Reizbarkeit):
- Empfindlichkeit
- susceptibilité θηλ
2. Empfindlichkeit χωρίς πλ (Beschaffenheit) eines Materials, Stoffs:
- Empfindlichkeit
- fragilité θηλ
- Empfindlichkeit ΦΩΤΟΓΡ, ΤΕΧΝΟΛ
- sensibilité θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.