ver·derb·lich [fɛɐ̯ˈdɛrplɪç] ΕΠΊΘ
1. verderblich (nicht lange haltbar):
- [leicht [o. rasch]] verderblich sein
-
2. verderblich (unheilvoll):
-
- perishables ουσ πλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.