I. un·ver·dient [ˈʊnfɛɐ̯di:nt] ΕΠΊΘ
1. unverdient (nicht durch Verdienst erfolgend):
2. unverdient (unberechtigt):
II. un·ver·dient [ˈʊnfɛɐ̯di:nt] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.