I. un·mo·ti·viert [ˈʊnmotivi:ɐ̯t] ΕΠΊΘ
- ein unmotivierter Wutausbruch
-
II. un·mo·ti·viert [ˈʊnmotivi:ɐ̯t] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.