un·mensch·lich [ˈʊnmɛnʃlɪç] ΕΠΊΘ
1. unmenschlich (grausam):
2. unmenschlich (inhuman):
3. unmenschlich οικ (mörderisch, unerträglich):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.