un·leid·lich [ˈʊnlaitlɪç] ΕΠΊΘ
1. unleidlich (schlecht gelaunt):
2. unleidlich (unerträglich):
-
- unleidlich παρωχ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.