I. pa·tho·lo·gisch [patoˈlo:gɪʃ] ΕΠΊΘ
1. pathologisch (die Pathologie betreffend):
2. pathologisch (krankhaft):
II. pa·tho·lo·gisch [patoˈlo:gɪʃ] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.