I. mi·kro·sko·pisch ΕΠΊΘ
- mikroskopisch
-
II. mi·kro·sko·pisch ΕΠΊΡΡ
- mikroskopisch
-
- etw mikroskopisch untersuchen
-
-
- mikroskopisch klein
- microscopic algae, creature
- mikroskopisch klein
- microscopic analysis, examination
- mikroskopisch
-
- mikroskopisch
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- etw mikroskopisch untersuchen