στο λεξικό PONS
I. me·tal·lisch [meˈtalɪʃ] ΕΠΊΘ
1. metallisch (aus Metall bestehend):
2. metallisch (metallartig):
II. me·tal·lisch [meˈtalɪʃ] ΕΠΊΡΡ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.