στο λεξικό PONS
I. la·tent [laˈtɛnt] ΕΠΊΘ τυπικ
- latente Steuerverbindlichkeiten ΝΟΜ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
latente Steuern phrase ΦΟΡΟΛ
- latente Steuern (zurückgestellte Steuern)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- latente Steuerverbindlichkeiten ΝΟΜ