I. ka·me·rad·schaft·lich ΕΠΊΘ
1. kameradschaftlich (in der Art von Kameraden):
2. kameradschaftlich (rein freundschaftlich):
II. ka·me·rad·schaft·lich ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.