ge·han·di·capt, ge·han·di·kapt [gəˈhɛndikɛpt] ΕΠΊΘ
1. gehandicapt (benachteiligt):
- durch etw αιτ gehandicapt sein
-
2. gehandicapt παρωχ a. μειωτ (behindert):
han·di·ka·pen, han·di·ca·pen [ˈhɛndikɛpn̩] ΡΉΜΑ μεταβ
- jdn handikapen
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.