I. bü·ro·kra·tisch ΕΠΊΘ
1. bürokratisch αμετάβλ, προσδιορ (verwaltungsmäßig, der Bürokratie gemäß):
2. bürokratisch μειωτ:
II. bü·ro·kra·tisch ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.