στο λεξικό PONS
Vor·kaufs·be·rech·tig·te(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Vorkaufsberechtigter ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Vorjahreszahl
- Vorjahreszeitraum
- vorjährig
- vorjammern
- Vorkammer
- Vorkaufsberechtigte Vorkaufsberechtigter
- Vorkaufsberechtigung
- Vorkaufspreis
- Vorkaufsrecht
- Vorkehr
- Vorkehrung