Ver·schlüss·lung, Ver·schlüß·lungπαλαιότ <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Verschlüsslung → Verschlüsselung
Ver·schlüs·se·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Verschlüsselung (Verschlüsseln):
2. Verschlüsselung (Kode):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.