Um·welt·ver·schmut·zer(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Umweltverschmutzer (die Umwelt verschmutzender Mensch):
2. Umweltverschmutzer (Quelle der Umweltverschmutzung):
- Umweltverschmutzer(in)
-
-
- Umweltverschmutzer(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.