στο λεξικό PONS
Ul·ti·mo·geld <-es, ohne pl> ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
-  Ultimogeld
-  
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 Ultimogeld ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-  Ultimogeld (kurzfristiger Kredit am Geldmarkt, der am Ultimo zurückgezahlt werden muss)
-  
 
  
 -  
-  Ultimogeld ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
