Tor·so <-s, -s [o. Torsi]> [ˈtɔrzo, πλ -zi] ΟΥΣ αρσ
1. Torso ΤΈΧΝΗ (Statue ohne Gliedmaßen):
- Torso
- torso
2. Torso τυπικ (unvollständiges Ganzes):
- Torso
-
3. Torso (menschlicher Rumpf):
- Torso
- torso
- torso
- Torso αρσ <-s, -s>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.