στο λεξικό PONS
Stor·no <-s, Storni> [ˈʃtɔrno, πλ ˈʃtɔrni] ΟΥΣ αρσ o ουδ
- Storno Reise, Auftrag
-
- Storno einer Buchung
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Storno ΟΥΣ αρσ o ουδ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Storno (Zurückziehen eines Auftrags)
-
Storno ΟΥΣ αρσ o ουδ ΛΟΓΙΣΤ
- Storno (Rückbuchung)
-
-
- Storno αρσ o ουδ
-
- Storno αρσ o ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.