στο λεξικό PONS
StVO <-, -s> [ɛste:fauˈʔo:] ΟΥΣ θηλ kein πλ
StVO συντομογραφία: Straßenverkehrsordnung
- StVO
-
Straßenverkehrsordnung, StVO ΥΠΟΔΟΜΉ, ΟΔ ΑΣΦ
Stra·ßen·ver·kehrs·ord·nung <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Straßenverkehrsordnung, StVO ΥΠΟΔΟΜΉ, ΟΔ ΑΣΦ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.