Li·zen·ti·ats·ar·beit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Lizentiatsarbeit → Lizenziatsarbeit
Li·zen·zi·ats·ar·beit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Lizenziatsarbeit ΠΑΝΕΠ CH:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.