Halb·schwer·ge·wicht·ler(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Halbschwergewichtler → Halbschwergewicht
Halb·schwer·ge·wicht [ˈhalpʃve:ɐ̯gəvɪçt] ΟΥΣ ουδ ΑΘΛ
1. Halbschwergewicht kein πλ (Gewichtsklasse):
2. Halbschwergewicht (Sportler):
-
- Halbschwergewichtler(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.